ολκόμετρο(ν)

ολκόμετρο(ν)
το калибромер, калиброметр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ολκόμετρο(ν)" в других словарях:

  • ολκόμετρο — το εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής εσωτερικής και εξωτερικής διαμέτρου ενός κοίλου σώματος που έχει σχήμα σωλήνα, σφαίρας κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολκή / ολκός + μέτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»